σκερτσόζικος

σκερτσόζικος
-η, -ο, Ν [σκερτσόζος]
1. αυτός που κάνει σκέρτσα, που συμπεριφέρεται με φιλαρέσκεια, ναζιάρης
2. αυτός που διακρίνεται για τη χάρη τών κινήσεων, τών γραμμών ή τού περιεχομένου του, χαριτωμένος.
επίρρ...
σκερτσόζικα
με τρόπο σκερτσόζικο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ναζιάρικος — η, ο [Ναζιάρης] αυτός που γίνεται με νάζι, σκερτσόζικος. επίρρ... ναζιάρικα με ναζιάρικο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • σκερτσόζος — α, ο, Ν σκερτσόζικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scherzoso] …   Dictionary of Greek

  • σκερτσόζος — σκερτσόζος, α, ο και σκερτσόζικος, η, ο 1. χαριτωμένος: Έχει γυναίκα σκερτσόζα. 2. ναζιάρης, αυτός που κάνει σκέρτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”